- φωρᾶται
- φωράωsearch after a thiefpres subj mp 3rd sgφωράωsearch after a thiefpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
φωρώμαι — φωρῶ, άω, ΝΜΑ [φωρά] (λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, άομαι α) συλλαμβάνομαι επ αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσα β) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.) μσν. στρέφω τη… … Dictionary of Greek